- τυραννόφρων
- -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ννεοελλ.οπαδός τυραννικού πολιτεύματοςμσν.-αρχ.αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.